- απότολμος
- η , ο [ος , ον ]1) отважный, смелый, храбрый; 2) дерзкий, наглый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπότολμος — bold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απότολμος — η, ο (AM ἀπότολμος, ον) 1. τολμηρός, θαρραλέος 2. ριψοκίνδυνος 3. ικανός μσν. νεοελλ. επίρρ. απότολμα 1. με θάρρος 2. με θράσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτολμώ ( άω), με υποχωρητικό μετασχηματισμό] … Dictionary of Greek
ἀποτολμότατον — ἀπότολμος bold masc acc superl sg ἀπότολμος bold neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότολμοι — ἀπότολμος bold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)